πρωτοχρονιάτικος

πρωτοχρονιάτικος
-η, -ο, Ν [πρωτοχρονιά]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτοχρονιά ή αυτός που αρμόζει στην πρωτοχρονιά («πρωτοχρονιάτικα έθιμα»).
επίρρ...
πρωτοχρονιάτικα Ν
κατά την πρωτοχρονιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοχρονιάτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτοχρονιά: Πρωτοχρονιάτικα δώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγιοβασιλιάτικος — και αϊβασιλιάτικος, η, ο [άγιος Βασίλης, αϊ Βασίλης] 1. αυτός που αναφέρεται στη γιορτή τού αγίου Βασιλείου ή αυτός που συνηθίζεται τη μέρα τής Πρωτοχρονιάς, πρωτοχρονιάτικος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αγιοβασιλιάτικα τα φιλοδωρήματα, οι… …   Dictionary of Greek

  • αγιοβασιλιάτικος — η, ο εκείνος που αναφέρεται στη γιορτή του Αγίου Βασιλείου, πρωτοχρονιάτικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”